Σας γράφω με μικρή καθυστέρηση πως πέρασα το Thanksgiving κατά την παράδοση αυτού του μπλογκ. Και για να μη σας κρατάω σε αγωνία να σας πω πως φέτος δεν είχε κολασμένο σεξ η μέρα.
Αποφάσισα φέτος να κάνω εγώ την hostess και να καλέσω λίγα άτομα στο σπίτι να φάμε τη γεμιστή τη γαλοπούλα. Μπήκα σε μεγάλους μπελάδες και την πέρασα στην κουζίνα όλη την προηγούμενη μέρα προετοιμάζοντας το εορταστικό το γεύμα. Τιμώντας τις παραδόσεις έφτιαξα και γαλοπούλα και sweet potato pie αλλά και ελληνικές σπεσιαλιτέ (όπως τυρόπιτα, τζατζίκι και πακοτίνια).
Κάλεσα φυσικά τον Ιρλανδό, την Τσουτσουνέλα και ένα συνάδελφο από τη δουλειά με τη γυναίκα του και μια κοπέλα που μένει στην ίδια πολυκατοικία και έχει έρθει από τη Ντακότα (τη νότια συγκεκριμένα) και δε ξέρει πολύ κόσμο η δόλια, και η μοίρα της έπαιξε σκληρό παιχνίδι με την Τσουτσουνέλα και μένα να είμαστε τα πρώτα άτομα που γνώρισε μετακομίζοντας στο Σικιάγο.
Καθίσαμε όλοι στο τραπέζι το μεσημέρι. Νόμιζα ότι το καλό με το να είσαι ο οικοδεσπότης είναι ότι ελέγχεις την κατάσταση στα διαδικαστικά, οπότε εγώ αμέσως είπα να αρχίσουμε να τρώμε για να αποφύγουμε τα φρικτά να λέει ο καθένας γιατί είναι ευγνώμων ή ακόμα χειρότερα να αρχίσουμε τις προσευχές. Φευ, οι καλεσμένοι είχαν άλλη άποψη και έτσι δε το γλυτώσαμε, άρχισε το ζευγάρι με τα “είμαστε ευγνώμονες που είμαστε στο σπίτι φίλων και τρώμε φαγητό, για τους γονείς μας, το σκύλο και τη γιαγιά Ντακ”, μετά η κοπέλα ευχαρίστησε για το που ήρθε στο Σικάγο και έπιασε δουλειά σε πολυκατάστημα (αχ η άτιμη η ανεργία) και η Τσουτσουνέλα και ο Ιρλανδός όπως αναμενόταν, έριξαν το επίπεδο, με την Τσουτσουνέλα να λέει κάτι ασυναρτησίες για τον Άγιο Βασίλη που δε λέγεται Νικόλαος στην Ελλάδα (his name is not Nickos, it is Vasilis, you know, like Bill, Bill Clinton, μας εξήγησε και την κοιτούσαν όλοι με απορία) και τον Ιρλανδό αντί για ευχαριστίες να μας λέει ότι στην Ιρλανδία δεν έχουν Thanksgiving αλλά το Νοέμβριο κάνει κρύο στο Δουβλίνο και όταν ήταν μικρός έσκαγε λάστιχα αυτοκινήτων στη γειτονιά (άσχετο).
Μετά αρχίσαμε να τρώμε και όλα κυλούσαν ομαλά ώσπου η σύζυγος του συναδέλφου ρώτησε πως είναι τα πράγματα στην Ελλάδα και την Ιρλανδία μια και οι δυο χώρες είναι υπό την επιτήρηση του ΔΝΤ (και τι ωραία που είχαμε εκπροσώπους και από τις δύο χώρες στο τραπέζι μας). Πριν προλάβει η Τσουτσουνέλα να μιλήσει, ο Ιρλανδός άρχισε να λέει ότι τα πράγματα στην Ιρλανδία δεν είναι τόσο άσχημα όσο στην Ελλάδα, we are not as fucked up, είπε συγκεκριμένα, κάτι που ξύπνησε το πατριωτικό αίσθημα της Τσουτσουνέλας που του απάντησε you are more fucked!, εκείνος της απάντησε no you are fucked, εκείνη φώναζε, no you are fucked! Και εγώ κοιτούσα με αμηχανία τους υπόλοιπους, και προσπαθούσα να εστιάσω την προσοχή τους στην πατατοσαλάτα. Η Τσουτσουνέλα άρχισε να εξηγεί το γνωστό επιχείρημα ότι όταν εμείς ανακαλύπταμε τα μαθηματικά και τις τέχνες, οι Ιρλανδοί ήταν πίθηκοι στα δέντρα, εκείνος της απάντησε ότι τον παίρναμε από τότε και έχουμε προετοιμαστεί που μας τον φοράνε και τώρα, η Τσουτσουνέλα του είπε ότι και στους Ιρλανδούς τον φοράνε, αλλά επειδή είναι τύφλα στο μεθύσι δε θυμούνται τίποτε μετά. Σκέφτηκα προς στιγμήν να εξηγήσω στους καλεσμένους ότι η Ελλάδα και η Ιρλανδία είχαν προσβληθεί από το Τσερνομπιλ, και ότι η γενιά της Τσουτσουνέλας και του Ιρλανδού έχουν τα μεγαλύτερα κουσούρια, αλλά ευτυχώς το θέμα άλλαξε όταν ο συνάδελφος άρχισε να ρωτάει για τα αεροπορικά ταξίδια προς Ευρώπη. Αργότερα και ενώ πίναμε τον καφέ μας, πήγε πάλι να ξεσπάσει καβγάς μεταξύ των δύο όταν η Τσουτσουνέλα με ρώτησε στα ελληνικά “πως λέμε στα αγγλικά την κοπριά?” άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας, “γιατί” τη ρωτάω, “να μωρέ, για να πω, ότι αν βάλουμε στον καφέ κοπριά, θα λέγεται irish coffee.” Ο Ιρλανδός έπιασε το τελευταίο και ήθελε να μάθει τι λέμε, ευτυχώς όμως η γυναίκα του συναδέλφου φώναξε “I love irish coffee.” Τελίωσε το βασανιστικό γεύμα και έφυγαν όλοι, ο Ιρλανδός για να πάει με φίλους του για ποτό, η Τσουτσουνέλα θα έβγαινε με Έλληνες φοιτητές, και έμεινα στο σπίτι να πλένω στίβες πιάτα και να μαζεύω. Λάθος μέγα, τι το ήθελα το γλέντι σπίτι!