Λατρεμένοι αναγνώστες, όπως είδατε ετοιμάζομαι για δικαστικό αγώνα εναντίον του Πρόβατου ο οποίος μου κάνει συκο-φαντική δυσφήμιση.
Δεν είναι η πρώτη φορά που θα βρεθώ με τον
Πρόβατο στα δικαστήρια. Πριν χρόνια μετά το άδοξο τέλος της σχέσης μας, είχα υποβάλει μήνυση για την κακοποίηση που είχα δεχτεί και για τα ψυχολογικά τραύματα που μου είχε προκαλέσει. Σα σήμερα θυμάμαι την μέρα της δίκης. Είχα μεγάλη αγωνία. Είχα ντυθεί σεμνά και διακριτικά για την περίσταση με ένα σεμνό ροζ πουκάμισο και ένα σεμνό κίτρινο παντελόνι. Στο δικαστήριο ήμουν με το δικηγόρο μου τον κύριο Μπακόλα, ο οποίος όμως από την πρώτη στιγμή είχε επιστήσει όλη του την προσοχή στο κινητό του και έστελνε ή διάβαζε μηνύματα με ευλάβεια (τον είχα βρει στη Χρυσές Αγγελίες και είχα αρχίσει να αμφιβάλω για τις ικανότητες του όταν με ρώτησε το πρωί αν πρόκειται για την υπόθεση των κλεμένων αρχαίων, και έπρεπε να του ξαναθυμίσω γιατί ήμασταν εκεί). Δε με κοίταζε καθόλου, μόνο που και που χαμογελούσε και μου έλεγε, «μην ανησυχείτε, είμαι πολύ αισιόδοξος, είμαστε σε καλό δρόμο.» Κάθησα δίπλα του και σκούπισα δύο σταγόνες ιδρώτα που κυλούσαν στο μέτωπο μου. Δίπλα μας κάθησε μια μοναχή. Μου χαμογέλασε ευγενικά και συστήθηκε ως Ηγουμένη Χαρίκλεια. Τη ρώτησα αν ήταν εκεί για την υπόθεση μας, αλλά μου είπε ότι είχε ξεμείνει από προηγούμενη δίκη ενός ιεροκάπηλου.
Η δίκη άρχισε. Όταν άκουσα τον Πρόεδρο να φωνάζει τον Νανάκο να καταθέσει, ένιωσα ανακούφιση. Ο
Νανάκος ήξερε πολύ καλά τι είχα περάσει με τον Πρόβατο. Ένιωσα αισιοδοξία. Ο Νανάκος με πλησίασε καθώς πορευόταν προς την έδρα, και με βουρκωμένα μάτια μου είπε ψιθυριστά, «συγχώρεσε με για αυτά που θα πω, αλλά με εκβιάζει.... δε μπορώ να πω κάτι παραπάνω.» Και όντως όταν κατέθεσε είπε ότι ο Πρόβατος ήταν η Μητέρα Τερέζα και εγώ για δέσιμο, και ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ποτέ δει τον Πρόβατο να μου φέρεται άσχημα. Όσο κατέθετε, ο Πρόβατος τον κοίταζε με επίμονο βλέμα και που και που έκανε με το χέρι του μια κίνηση σα να κόβει το λαρύγγι. Ο Νανάκος κάθε φορά που το έβλεπε, άρχιζε να τραυλίζει...
Γύρισα το κεφάλι για να μην τον βλέπω και να πνίξω τα δάκρυα μου. Και εκεί αντίκρυσα την
Κατερίνα να κάθεται στις πίσω θέσεις. «Αχ ευτυχώς ήρθες Κατερινάκι μου Ελλάδα να καταθέσεις τι μου έκανε ο Παλιοπρόβατος» είπα με χαρά και προσδοκία. «Τι λες καλέ τρελάθηκες, ήρθα να βγάλω φωτογραφίες για να σχολιάσω αν ακολουθείτε τις τάσεις της μόδας στο Σάκο με μπιφτέκια. Άλλωστε δε μπορώ να καταθέσω εναντίον του, έχει μέσο στη Σουηδική κυβέρνηση και απείλησε ότι αν μιλήσω θα με απελάσουν με συνοπτικές διαδικασίες.»
Και εκεί που κάναμε αυτή την κουβέντα, ακούω τον δικηγόρο του Πρόβατου να λέει, ποιος θα μπορούσε να μην είναι ευχαριστημένος με πέος 40 εκατοστών.
«Αλήθεια έχετε πέος 40 εκατοστών?» ρώτησε ο πρόεδρος με έντονο ενδιαφέρον.
«Ναι θέλετε να σας το δείξω?» είπε ο Πρόβατος και άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του.
«Μα τι κάνει εκεί» φώναξα «σεβασμό στο δικαστήριο επιτέλους, πείτε και εσείς κάτι κύριε Μπακόλα!»
Αλλά ο δικηγόρος έγραφε τα απομνημονεύματα του στο κινητό και ο Πρόεδρος φώναξε, αφήστε το παιδί να μας δείξει.
Και μόλις ο Πρόβατος ξεβρακώθηκε, επικράτησε νεκρική σιγή στην αίθουσα του δικαστηρίου.
«Μα πως κάνετε έτσι πια?» ξαναφώναξα, «δεν έχετε ξαναδεί πέος σαράντα εκατοστά?»
«Που να το δούμε, παιδάκι μου», πετάχτηκε η ηγουμένη, «του Πάτερ Θεόκλητου με το ζόρι δέκα εκατοστά το λες.»
Διάφοροι άρχισαν να τραβάνε φωτογραφίες με το κινητό, άλλοι να σταυροκοποιούνται. Ο Πρόεδρος είχε μείνει με ανοικτό το στόμα και ψέλιζε, πω πω πω.....
Είχαν πια χαθεί όλα. Ήξερα ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Είχα όμως ακόμη την ελπίδα ότι με την κατάθεση μου θα μπορούσα να εξηγήσω το δράμα που πέρασα. Πήρα μια βαθιά ανάσα όταν ο πρόεδρος φώναξε το όνομα μου και με αγωνία πλησίασα.
Άρχισα να λέω το δράμα μου.
«Αχ κύριε πρόεδρε, δε ξέρετε τι μου έχει κάνει ο άνθρωπος αυτός!»
«Για το γλυκό σέξυ αγόρι λέτε?»
«Έλεος κύριε Πρόεδρε! Ούτε μια προσπάθεια δε κάνετε να κρύψετε την μεροληψία σας. Πείτε και εσείς κάτι κύριε Μπακόλα μου!»
«Πως?» ρώτησε ξαφνιασμένος ο δικηγόρος.
«Συγγνώμη που σας ξύπνησα, αλλά εδώ κοντεύουν να με στείλουν στο Γκουαντάναμο Μπεϊ.»
«Συνεχίστε» φώναξε αυστηρά ο Πρόεδρος.
«Λοιπόν αυτός ο σατράπης, κύριε Πρόεδρε μου...»
«Έ όχι και σατράπης, το γλυκό αυτό παιδί. Άχου το μου, άχου το. Πλησίασε αγόρι μου στην έδρα να σου τσιμπήσω το μαγουλάκι» είπε ο Πρόεδρος απευθυνόμενος στον Πρόβατο.
Τα νεύρα μου ήταν κρόσια.
«Έλεος! Που είναι οι δημοσιογράφοι να καταγγείλω την διαφθορά της ελληνικής δικαιοσύνης!» κραύγασα.
«Κάτσε κάτω μωρή» φώναξε ο Πρόεδρος και έτσι τελίωσε η κατάθεση μου άδοξα και χωρίς να μου δοθεί η ευκαιρία να πω τον πόνο μου.
Ο κύριος Μπακόλας σήκωσε το κεφάλι από το κινητό, μου χαμογέλασε αλλά πριν προλάβει να μιλήσει τον διέκοψα «Ξέρω, ξέρω, είμαστε σε καλό δρόμο!»
Φυσικά η απόφαση ήταν αθωωτική για τον Πρόβατο. Ήταν τέτοια η πίκρα μου, που εκείνη την περίοδο έγραψα τους στίχους που αργότερα διασκεύασε ο Φοίβος για τη Βανδή:
Τι σόι άντρας είσαι εσύ ρωτώ
Που με κερνάς μονάχα πόνο
Και δε σε νοιάζει που για σένα εγώ
Στο κλάμα πάλι βαλαντώνω
Το ριξες και πάλι απόψε το φαρμάκι σου
Και έκανες ξανά να κλαίει το πουστράκι σου
Δε μ'αγαπάς πια όπως στις αρχές
Και πάνω μου ξεσπάς πολλές φορές
Και λόγια λες που χαρακώνουνε και ανεπανόρθωτα πληγώνουνε ‘Ομως αυτή τη φορά ο νέος μου
δικηγόρος με διαβεβαιώνει ότι έχουμε πολλές πιθανότητες για θριαμβευτική νίκη!